- άρρωστος
- -η, -ο (AM ἄρρωστος, -ον)1. ο αδύνατος, ο ασθενής2. ο ψυχικά ασθενήςνεοελλ.1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός)αρχ.ο απρόθυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώννυμαι (παθ. του ρώννυμι) «είμαι σε καλή υγεία, υγιαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.